- κλοπίας
- κλοπίᾱς , κλόπιοςthievishfem acc plκλοπίᾱς , κλόπιοςthievishfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CARDACES — Asiae minoris populi, Polybius et Arrian. Hesych. Κάρδακες οἰ ςτρατευσάμενοι βάρβαροι ὑπὸ Περσῶν καὶ εἰς Α᾿σίαν οὕτω καλοῦσι τοὺς ςτρατιὼτας, ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου. Strab. l. 15. Καλοῦνται δὲ οὗτοι Κάρδακες ἀπὸ κλοπίας τρεφόμενοι. Κάρδα γὰρ τὸ… … Hofmann J. Lexicon universale